βαροθερμόμετρο

βαροθερμόμετρο
Συσκευή με την οποία μπορεί να βρεθεί η ατμοσφαιρική πίεση ενός τόπου με τη μέτρηση της θερμοκρασίας βρασμού ενός υγρού, συνήθως νερού. Η λειτουργία της βασίζεται στο γεγονός ότι το σημείο βρασμού των υγρών αποτελεί συνάρτηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το β. λέγεται και θερμοβαρόμετρο ή υψομετρικό θερμόμετρο.
* * *
το
συσκευή με την οποία είναι δυνατόν να βρεθεί η ατμοσφαιρική πίεση ενός τόπου με μέτρηση του σημείου βρασμού ενός υγρού, κυρίως νερού, στον τόπο αυτόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υψομετρικός — και υψιμετρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υψομετρία ή στο υψόμετρο 2. φρ. α) «υψομετρικά όργανα» (τοπογρ.) γενική ονομασία τών οργάνων που χρησιμοποιούνται στην υψομετρία, όπως είναι το βαρόμετρο, ο χωροβάτης, ο θεοδόλιχος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”